Πήρε ένα φύλλο χαρτί και το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. Κράτησε το στυλό, αμήχανα για μερικά δευτερόλεπτα.
Ίσιωσε την πλάτη και ένοιωσε κάποια σιγουριά. Άρχισε να γράφει αργά στην αρχή. Μετά οι λέξεις την κατάπιαν, έγραφε χωρίς να σκέφτεται, χωρίς να ανασαίνει σχεδόν...“Φεύγω. Σου προσφέρω τελικά αυτό που τόσο πολύ επιθυμούσες και δεν τόλμαγες να το πεις.
Για την ακρίβεια, τίποτα δεν τόλμαγες. Ποτέ. Καμία πράξη που θα σε εξέθετε, καμία σκέψη που θα σε έβγαζε από το κουτί σου, κανένα συναίσθημα που θα σε απελευθέρωνε.
Μία μόνιμη δειλία, μία ατέρμονη ομφαλοσκόπηση. Το εγώ σου κι εσύ. Κανείς άλλος δε χώραγε, δεν υπήρχε χώρος.
Προσπάθησα όμως. Προσπάθησα πάρα πολλές φορές να το σπάσω αυτό το εγώ. Να δω τι υπήρχε από κάτω. Να δω ποιος είσαι.
Ήσουν πολύ καλά κρυμμένος ή δεν υπήρχε τίποτα για ν’ ανακαλύψω; Φεύγω χωρίς να έχω κάποια απάντηση. Μήπως όμως μου είχες δώσει και ποτέ απαντήσεις;
Αλλά όλο αυτό το είχες περιχαρακώσει πολύ έξυπνα. Χαζός δεν είσαι. «Η αγάπη δε ζητάει, η αγάπη είναι θυσία, το συναίσθημα είναι εγωισμός». Θεωρίες επί θεωριών, εγκεφαλικές διεργασίες που έκρυβαν την απουσία αυτού που δεν υπήρχε. Στο αναγνωρίζω: ήξερες πολύ καλά να κάνεις τον άλλο να αισθάνεται άσχημα.
Αυτό άλλωστε ήταν και το μοτίβο σου, το pattern της συμπεριφοράς σου. Να κάνεις και να πεις τα πάντα για να μη διεκδικήσεις και γιατί όχι; Να μη διεκδικηθείς. Φυσικά ούτε αυτό σε απασχολούσε. Ο εαυτός σου ήταν αρκετός για να παίζεις μαζί του mind games.
Ωστόσο, μυαλό δεν έβαζα. Δε μάθαινα. Συνέχιζα να διεκδικώ αυτό που δε διεκδικείται και να χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο σου. Σου το είχα φωνάξει, θυμάμαι, πάρα πολλές φορές: Αγάπα με, αν τολμάς.
Αλλά, όχι. Στεκόσουν απέναντι, απαθής, χαμένος, χωρίς να πεταρίζεις καν το βλέφαρό σου. Άκουγες; Δε νομίζω. Δε σ’ ενδιέφερε ιδιαιτέρως ν’ ακούσεις.
Στο κεφάλι σου είχες μόνο τις δικές σου φωνές. Αφού πολλές φορές, ευχόμουν ν’ αγαπήσεις κάποια άλλη. Έστω, για να σε δω ν’ αγαπάς. Αλλά ούτε αυτό έκανες.
Κάποιες φορές, όπως τώρα, έφευγα. Έσπρωχνα τις καταστάσεις στ’ άκρα, γινόμουν εριστική, κακιά, στριμμένη. Και περίμενα εντελώς ανόητα, τι; Την αγάπη σου; Τώρα ξέρω ότι περίμενα τη διεκδίκηση.
Εγωιστικό, είμαι σίγουρη ότι την έχεις έτοιμη την απάντηση. Είχες μία ευκολία να χαρακτηρίζεις τους γύρω σου εγωιστές. Κατανοητό, αν σκεφτεί κανείς, πόσες φορές κάνουμε στον άλλο προβολή του εαυτού μας.
Να σου κάτι; Βαρέθηκα. Κουράστηκα από την ανεπάρκειά σου, από τη χειριστικότητά σου που με κράταγε δεμένη στο σταματημένο χρόνο σου. Σ’ αυτόν το χρόνο που πέρναγε βασανιστικά αργά, χωρίς καμία αλλαγή, χωρίς καμία βελτίωση. Στην παγίδα της δικής σου απάθειας, που σ’ έτρωγε, σε κατάπινε δίχως εσύ να προσπαθείς να διεκδικήσεις τα αυτονόητα.
Και να σου πω και κάτι τελευταίο; Όχι, δεν ήσουν «το καλό παιδί» που «στέκει πάντα δίπλα στα προβλήματα των άλλων. Αυτό το κατάλαβα πολύ νωρίς, αλλά δεν ήθελα να το χωνέψω. Ανώτερος ήθελες να φαίνεσαι και να βαυκαλίζεσαι για να κρύψεις το συναισθηματικό κενό. Απλά πράγματα. Δίκαια. Ισοσκελισμένα.
Φεύγω λοιπόν. Δε σου εύχομαι τίποτα γιατί δεν επιθυμείς τίποτα. Κάποτε σου έλεγα «Αγάπα με, αν τολμάς». Τώρα το μόνο που μπορώ να πω, είναι: «Αγάπα γαμώ το, αν τολμάς. Απλώς αγάπα».
Άφησε κάτω το στυλό, και τέντωσε τα χέρια της προς τα μπρος. Διάβασε μία φορά ακόμη προσεκτικά. Ρούφηξε για λίγο τον καπνό από το τσιγάρο με το μυαλό εντελώς άδειο. Πήρε το χαρτί, και το έσκισε σε μικρά μικρά κομμάτια. Αργά-αργά, σχεδόν τελετουργικά.
Βγήκε στο μπαλκόνι και πέταξε κάτω τ’ απομεινάρια του χαρτιού. Ξαναθυμήθηκε την «αγάπη που είναι θυσία» και το «συναίσθημα που είναι εγωισμός». Άρχισε να γελάει μόνη της. Γέλαγε ώσπου δάκρυσε. Συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχαν απαντήσεις, σ’ αυτό που έψαχνε, υπήρχε κενό. Γιατί να δώσεις τόπο στο κενό;
Κοίταξε το ρολόι. Φτου! Θ’ αργούσε για τη ζούμπα. Έτρεξε για να ετοιμαστεί.
Ο χρόνος της ήταν ξαφνικά πολύτιμος.
kissmygrass