Μεταξύ της συνοικίας της Πλάκας και του ιερού βράχου της Ακρόπολης απλώνεται μια στενή λωρίδα γης που ποτέ δεν οικοδομήθηκε.
Από την αρχαιότητα το κομμάτι αυτό της πόλης προστατευόταν από ένα παλιό χρησμό του Μαντείου των Δελφών που απαγόρευε αυστηρά στους αρχαίους Αθηναίους να κατοικήσουν την θέση αυτή. Παραδοσιακά και τους επόμενους αιώνες το μέρος παρέμενε ανέγγιχτο...
Τα πράγματα άλλαξαν κάπου στα μέσα της Οθωνικής περιόδου (1834-1862). Ας αφήσουμε όμως τον δημοσιογράφο Α. Φούφα («Θεατής» 1928) να μας τα περιγράψει καλύτερα:
«Όταν το έθνος απετίναξε τον ζυγόν της δουλείας, εξεδηλώθη εις την πρωτεύουσαν ο πυρετός της ανοικοδομήσεως. Τα σπίτια άρχισαν να διαδέχωνται το ένα το άλλο, οι δρόμοι να επεκτείνωνται …
Βαθμηδόν και κατ’ ολίγον, αι ανάγκαι του πληθυσμού και η έλλειψις στέγης ώθησαν τους κατοίκους προς τα μέρη του Ιλισσού, το Τουρκοβούνι και το Λυκαβηττό και άρχισαν να ξεφυτρώνουν εκεί, χωρίς σχέδιο και χωρίς ρυθμό, μικρά σπιτάκια, εις τα οποία εγκαθίσταντο οι πτωχότεροι.
Όπως και κατά τους αρχαίους χρόνους, έτσι και τότε, είχε απαγορευθή η οικοδόμησις εις τον χώρον εκείνον, τον οποίον το μαντείον των Δελφών είχε κηρύξει ιερόν.
Η απαγόρευσις αυτή είχε γίνει σεβαστή για κάμποσο καιρό. Έξαφνα όμως, ένα πρωί, οι Αθηναίοι είδαν ν’ ανακύπτουν δύο σπιτάκια από πίσω ακριβώς από τον Άη Νικόλα, εις τους πρόποδας της Ακροπόλεως. Το ένα σπιτάκι ήτο του Γεωργίου Δαμίγου το άλλο, του Μάρκου Σιγάλα. Και οι δύο τους κατήγοντο από την Ανάφη.
Ο ένας ήτο ξυλουργός και ο άλλος κτίστης. Επειδή δε αι δύο αυταί τέχναι είναι ό,τι ακριβώς χρειάζεται για μια οικοδομή, οι δύο φιλαράκοι, πρακτικώτατα σκεπτόμενοι, συνεργάσθησαν προς εξοικονόμησιν στέγης, για τον εαυτό τους και την οικογένειά τους.
Το πραξικόπημα εγίνηκε ως εξής: Οι δύο Αναφιώτες ήρχισαν κατ’ αρχάς να μεταφέρουν διά νυκτός εις το μέρος της εκλογής των, πέτρες, ασβέστη και άλλη οικοδομήσιμη ύλη. Οι γείτονες, βλέποντες αυτά, απορούσαν και ρωτούσαν ο ένας τον άλλον τι να συμβαίνει άραγε. Μια μέρα, το ήμισυ της οικοδομησίμου ύλης έλειπε και στη θέσι της επρόβαλλε ένα μικρό σπιτάκι.
Μετά δύο ημέρες, δεύτερο σπιτάκι ξεπρόβαλε μερικά βήματα πιο κάτω. Και τα δύο σπιτάκια ήσαν απαράλλακτα. Η ίδιες μικρές πόρτες, τα ίδια μικροσκοπικά παράθυρα, η ίδιες τοξοειδείς γωνίες, η ίδιες στέγες, ίσες και χωρίς κεραμίδια». Εκείνοι που τα οικοδόμησαν, είχαν την φιλοδοξία και τον εγωισμό να τους δώσουν την αρχιτεκτονική της πατρίδος των.
Οι γείτονες πια τα είχαν χάσει και με κάποιο δέος προσέβλεπαν τα, ως διά μαγείας, ανεγερθέντα σπιτάκια, πολλοί μάλιστα άρχισαν να συλλογίζωνται ότι ο Σατανάς ασφαλώς είχε μέσα την ουρά του.
Γρήγορα όμως, οι φόβοι αυτοί επέπρωτο να διαλυθούν, γιατί ύστερα από μερικές ημέρες ενεφανίσθησαν οι ένοικοι, αι αβραμιαίαι, δηλαδή, οικογένειαι των δύο Αναφιωτών, του Δαμίγου και του Σιγάλα.
Αι αρχαί έλαβον γνώσιν του πράγματος και κατέφθασαν επί τόπου διά να ενεργήσουν “τα δέοντα”. Αλλ’ είτε διότι εσκέφθησαν ότι τα γινόμενα ουκ απογίγνονται, είτε διά λόγους φιλανθρωπίας, αφήκαν τα σπιτάκια στη θέσι τους και τους ενοίκους ησύχους.
Το κατόρθωμα όμως του Δαμίγου και του Σιγάλα έγινε ήδη γνωστόν μεταξύ των μη εχόντων πού την κεφαλήν κλίναι. Και επειδή ο άνθρωπος είναι ζώον μιμητικόν, από καιρού εις καιρόν ξεφύτρωνε εις τους πρόποδας της Ακροπόλεως και από ένα σπιτάκι.
Ήλθε επί τέλους η ώρα να βαπτισθή ο συνοικισμός. Μερικοί κακεντρεχείς ονόμασαν το μέρος εκείνο Νυκτοχώρι, ειρωνευόμενοι το γεγονός τής διά νυκτός ανοικοδομήσεώς του.
Οι ενδιαφερόμενοι, όμως, ιδίως ο Δαμίγος και ο Σιγάλας, οι οποίοι τρόπον τινά εθεωρούντο υπό των άλλων ως γενάρχαι, υπό πατριωτικού εγωισμού εμφορούμενοι, έβγαλαν τον συνοικισμόν “Αναφιώτικα”, αποτίοντες φόρον τιμής και ευγνωμοσύνης προς την γενέτειραν».
Αντιλαμβάνεσθε βέβαια αγαπητοί αναγνώστες ότι αυτή η καθ’ όλα άναρχη και αυθαίρετη δόμηση δημιούργησε ένα λιλιπούτιο οικισμό με κακοτράχαλα ανηφορικά και δαιδαλοειδή στενά μονοπάτια αφιλόξενα για τον περιηγητή, που μπορούσε εύκολα να χαθεί, και με μικρά χαμηλοτάβανα σπιτάκια «ατάκτως ειρημένα».
Και όμως κάτι διαφορετικό και όμορφο είχε αυτός ο οικισμός: τ’ ασβεστωμένα σπιτάκια θύμιζαν το χιλιοτραγουδισμένο Αιγαίο και τ’ αγαπημένα νησάκια του. Και κάτι ακόμα: οι απλοί, λαϊκοί άνθρωποι του οικισμού, έτσι όπως ήταν αναγκασμένοι να ζουν κολλητά ο ένας με τον άλλο έδιναν από τότε την αίσθηση ενός περίεργου κοινοβίου!
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Από το www.paliaathina.com
Από το www.paliaathina.com