Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλες σχεδόν τις θρησκείες υπάρχουν τακτικές περίοδοι νηστείας, κατά τις οποίες οι πιστοί απέχουν από ό,τι τροφοδοτεί την ηδονή και τη σωματική απόλαυση.
Η νηστεία και η εγκράτεια θεωρούνται πρακτικές που φέρουν τους πιστούς πιο κοντά στο Θείο κι ενθαρρύνουν τη σωματική και πνευματική κάθαρση...
Στον χριστιανισμό η κατ’ εξοχήν περίοδος νηστείας ξεκινά 40 ημέρες πριν από το Πάσχα.
Η νηστεία και η εγκράτεια θεωρούνται πρακτικές που φέρουν τους πιστούς πιο κοντά στο Θείο κι ενθαρρύνουν τη σωματική και πνευματική κάθαρση...
Στον χριστιανισμό η κατ’ εξοχήν περίοδος νηστείας ξεκινά 40 ημέρες πριν από το Πάσχα.
Το άρθρο υπογράφει η Αλεξάνδρα Γυφτοπούλου, Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, επιστημονική συνεργάτις του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών www.andrologia.gr
Μπορεί να μην είναι πολλά τα άτομα που την ακολουθούν κατά γράμμα και σίγουρα δεν νηστεύουν όλοι για τους ίδιους λόγους, είναι όμως πολύ μεγαλύτερος ο αριθμός αυτών που αποφασίζουν να είναι εγκρατείς κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, συχνά ακολουθώντας πιο ήπιους κανόνες αποχής από τις απολαύσεις.
Σήμερα, λοιπόν, δεν νηστεύουν κατ’ αποκλειστικότητα οι αφοσιωμένοι πιστοί. Υπάρχουν άτομα που νηστεύουν, διότι πιστεύουν ότι είναι καλό για τη σωματική τους υγεία, άλλα που επιθυμούν να εξασκήσουν τον αυτοέλεγχο και να διαπιστώσουν εάν τελικά είναι οι κύριοι των παθών τους, καθώς και άτομα που μέσα από την πρακτική της εγκράτειας και της νηστείας αναζητούν μια βαθύτερη επίγνωση της φυσικής και της ψυχοσυναισθηματικής τους κατάστασης.
Θα περίμενε κανείς σε εποχές δύσκολες, όπως είναι αυτή που διανύουμε, όπου η περικοπή των απολαύσεων μας επιβάλλεται πολλές φορές με βίαιο και απότομο τρόπο, να μην υπάρχει η επιθυμία από τα άτομα να εξασκήσουν τη νηστεία και την εγκράτεια. Αντιθέτως, φαίνεται ότι ολοένα και περισσότερα άτομα, κυρίως νέοι, νηστεύουν τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας. Κάποιοι, μάλιστα, έχουν αναφέρει ότι η νηστεία είναι πλέον «της μόδας».
Η εγκράτεια, αν και ως λέξη έχει έντονα συνδεθεί με τη θρησκεία, τον αυστηρό ηθικό κώδικα και τη συντηρητική κουλτούρα, σε τελική ανάλυση συνιστά μια ξεκάθαρη υποκειμενική επιλογή. Η εγκράτεια, δηλαδή, επιλέγεται από το άτομο και δεν επιβάλλεται σε αυτό. Υπό το πρίσμα αυτό απελευθερώνει το υποκείμενο από τους περιττούς δεσμούς του με την ύλη και διευκολύνει έναν πιο ξεκάθαρο διαχωρισμό ανάμεσα στην ανάγκη, την επιθυμία και την απόλαυση.
Η σαφήνεια των ορίων αυτών μπορεί να ξεδιαλύνει τη σκέψη του ατόμου και να ενθαρρύνει την αναγνώριση της ουσίας και των πραγματικών αναγκών, καθώς και την ανάδειξη της καθαρής διάστασης της επιθυμίας. Παράλληλα, η εξάσκηση της νηστείας και της εγκράτειας, για όποιο λόγο και να γίνονται, προϋποθέτει μια στροφή της προσοχής του ατόμου προς τον εαυτό του και γι’ αυτό είναι ένας πολύ καλός τρόπος να αποκτήσει κανείς μια καλύτερη επίγνωση τόσο του σώματος και των αναγκών του, όσο και του τρόπου που σκέφτεται και ενεργεί στο εδώ και το τώρα.
Ίσως να είναι η εποχή που καλεί για περισσότερες ημέρες εγκράτειας. Ίσως να είναι η ανάγκη των ατόμων για ουσιαστικές και εύστοχες επιλογές που τα ωθεί σε αυτήν την πρακτική. Όπως άλλωστε πολύ σοφά είπε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος: «Η εγκράτεια βάζει ξύλα στη φωτιά, τρόφιμα στην αποθήκη, αλεύρι στ' αμπάρι, λεφτά στο πορτοφόλι, υπόληψη στη χώρα, χαρά στο σπίτι, ρούχα στα παιδιά, δύναμη στο κορμί, ορθή κρίση στον νου και σωφροσύνη σ' ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα».