Ο Μουαμάρ Καντάφι ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος όχι μόνο της Λιβύης αλλά και των γυναικών της χώρας από τις οποίες επέλεγε το «χαρέμι» του. Αυτό αναφέρει βιβλίο με τίτλο «Κανείς δεν ακούει τις κραυγές μου, φυλακισμένη στο παλάτι του Καντάφι», που έγραψε η Γαλλίδα δημοσιογράφος Ανίκ...
Κοζάν και όπου αφηγείται την ιστορία της Σοράγια, μιας «σκλάβας του σεξ» του Καντάφι.
Σύμφωνα με το βιβλίο, οι περίφημες «Αμαζόνες» του δικτάτορα ήταν οι σκλάβες του, τις οποίες έντυναν με στρατιωτικές στολές όταν εκείνος ήθελε να πραγματοποιήσει μια εντυπωσιακή εμφάνιση. Η πραγματική του φρουρά ήταν άντρες από τη Σίρτη. Η νεαρή κοπέλα είναι μία από τις ελάχιστες που αποκάλυψαν αυτό που υπέστησαν εκατοντάδες γυναίκες, οι οποίες έπρεπε να ικανοποιούν τις σεξουαλικές ορέξεις του Καντάφι.
Το μαρτύριο της Σοράγια ξεκίνησε το 2004, όταν ήταν ακόμη μαθήτρια και ο Λίβυος ηγέτης έκανε περιοδεία στα σχολεία. «Πίεσε τον ώμο μου, έβαλε το χέρι του στο κεφάλι μου και μου χάιδεψε τα μαλλιά. Εκείνη τη στιγμή τελείωσε η ζωή μου», αφηγείται η μόλις 15 χρόνων τότε Σοράγια, που λίγο μετά την επίσκεψη του Καντάφι έμαθε ότι η τρυφερότητα που της επέδειξε ήταν το σινιάλο προς τη φρουρά του για να την απαγάγει.
Την επόμενη ημέρα ήρθαν γυναίκες της φρουράς και την πήραν από το κατάστημα της μητέρας της, λέγοντάς της ότι πρέπει να δώσει ένα μπουκέτο στον δικτάτορα. Τη μετέφεραν στο τροχόσπιτο του Καντάφι, ο οποίος μόλις την είδε διέταξε να την «ετοιμάσουν». Αυτό σήμαινε να της πάρουν αίμα για να την εξετάσουν για τυχόν μεταδοτικές ασθένειες, να της κάνουν αποτρίχωση και να της φορέσουν προκλητικά εσώρουχα.
Ο Καντάφι την περίμενε γυμνός στο κρεβάτι, ωστόσο όταν εκείνη προσπάθησε να τον αποφύγει, φώναξε τον υπεύθυνο για το «χαρέμι» και απαίτησε να της «διδάξουν όσα πρέπει να ξέρει». Λίγες ημέρες αργότερα ο Καντάφι πλησίασε ξανά το κορίτσι και αυτήν τη φορά πέτυχε τον σκοπό του. Η βία που της ασκούσε ήταν τόσο έντονη, ώστε στα 21 της χρόνια το σώμα της θυμίζει 40άρα από την κακοποίηση. Είχε συχνές αιμορραγίες, αλλά αυτό φαινόταν να αρέσει στον Λίβυο ηγέτη, που σκούπιζε το αίμα με ένα κόκκινο πανί, το οποίο κρατούσε ως ένα είδος τροπαίου.
Ο Καντάφι ανάγκαζε τη Σοράγια να πίνει αλκοόλ και να παίρνει ναρκωτικά, ενώ και ο ίδιος κάπνιζε χασίς και έκανε κοκαΐνη και παράλληλα έπαιρνε τακτικά βιάγκρα. Καθημερινά έπρεπε να παρακολουθεί πορνό για να «μαθαίνει» και το δωμάτιό της ήταν ακριβώς επάνω από την κρεβατοκάμαρα του «αφέντη» της. «Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ντρόπιασε το κορμί μου και διαπέρασε την ψυχή μου με μαχαίρι. Η λάμα δεν θα βγει ποτέ», λέει στη δημοσιογράφο η Σοράγια, η οποία ακόμη δεν έχει καταφέρει να συνέλθει από τον εφιάλτη τον οποίο έζησε. Σήμερα οι γονείς της Σοράγια θεωρούν ότι δεν έχει μέλλον και τα αδέλφια της την προτιμούν νεκρή.
Οι κοπέλες που βίωναν ένα δράμα ανάλογο με της Σοράγια δεν έβρισκαν πλέον καταφύγιο ούτε στην οικογένειά τους. Η μητέρα της Σοράγια αρνήθηκε να τη βοηθήσει, όπως και πολλοί άλλοι συγγενείς κοριτσιών σε αντίστοιχη κατάσταση. Ο πατέρας της, αντιθέτως, κατάφερε με κίνδυνο της ζωής του να τη στείλει σε έναν φίλο του στη Γαλλία, ο οποίος όμως την εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικά και η κοπέλα επέστρεψε στη Λιβύη για να την παραλάβει και πάλι ο Καντάφι, ακόμη πιο βίαιος από πριν. Ακόμη κι αν κάποιες κατάφερναν να δραπετεύσουν, συνήθως επέστρεφαν στον Καντάφι, ντροπιασμένες από την οικογένειά τους ή υπό την απειλή ότι θα πάθουν κάτι κακό τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Οι 30 κοπέλες που πλαισίωναν πάντοτε τον δικτάτορα έπαιρναν ταυτότητες, όπου αναγραφόταν ότι είναι «κόρες του Μουαμάρ αλ Καντάφι», ένας τίτλος που στην πραγματικότητα σήμαινε «πόρνη». Ωστόσο οι περισσότεροι τις αντιμετώπιζαν με σεβασμό, επειδή φοβούνταν την οργή του Καντάφι. Πηγή Το Εθνος.