Το αμερικανικό πολιτικό περιοδικό «Foreign Policy» που συνήθως απηχεί απόψεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δημοσιεύει άρθρο με τίτλο «It’s Time to Kick Germany Out of the Eurozone».
Διαβάστε τι γράφει το άρθρο:
«Να γιατί η άγκυρα που τραβάει στο βυθό την ευρωπαϊκή οικονομία δεν είναι η Αθήνα-είναι το Βερολίνο»...
Τον περασμένο χρόνο, η Γερμανία εκτόξευσε ένα εμπορικό πλεόνασμα 217 δισεκατομμυρίων ευρώ, που την καθιστά δεύτερη στον κόσμο μετά την Κίνα που κυριαρχεί στο παγκόσμιο εμπόριο.
Για κάποιους, καθιστά την Γερμανία φωτεινό σημάδι στην κατά τα άλλα ανεμική οικονομία της Ευρωζώνης ή «οδηγό ανάπτυξης», όπως το έχει θέσει ο υπουργός οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Κατά βάθος, το γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα, βρίσκεται ακριβώς στην καρδιά των ευρωπαϊκών προβλημάτων: Μακράν των αυξητικών τάσεων των παγκόσμιων οικονομιών, τραβούν τους Ευρωπαίους στην κατηφόρα. Ο καλύτερος τρόπος διαφυγής από την ξεροκέφαλη αυτή κατάσταση είναι για τη Γερμανία να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη.
Οι Γερμανοί συνήθως απαντούν σ’ αυτές τις κατηγορίες με ένα είδος πληγωμένης σύγχυσης. «Έχουμε εμπορικό πλεόνασμα -προσπαθούν υπομονετικά να εξηγήσουν- επειδή είμαστε πιο ανταγωνιστικοί από τους περισσότερους εμπορικούς ανταγωνιστές εταίρους μας».
«Μπορείτε να μας κατηγορήσετε -ερωτούν- επειδή ο κόσμος προτιμά να αγοράζει ανώτερης ποιότητας γερμανικά αγαθά; Κάτι που δεν θέλουμε να ανατραπεί».
Έτσι μ΄ αυτό το επιχείρημα, ο υπόλοιπος κόσμος θα πρέπει να εντείνει την προσπάθεια, να βελτιώσει τα τους οίκου του και να μοιάσει περισσότερο με την Γερμανία. «Στο μεταξύ μην μας μισείτε επειδή είμαστε όμορφοι...».
Παρά την λαϊκή μυθολογία, ωστόσο, ουδείς λόγος υπάρχει να γίνουμε ανταγωνιστικοί με «όρους εμπορικού πλεονάσματος». Πίσω στα 1817, ο οικονομολόγος David Ricardo είχε επισημάνει στις Αρχές Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας (On the Principles of Political Economy and Taxation) ότι η βάση για το εμπόριο είναι «ο ανταγωνισμός και όχι το απόλυτο πλεονέκτημα».
Με άλλα λόγια «ακόμη και όταν μία χώρα είναι καλύτερη στα πάντα, θα πρέπει να εξάγει τα καλύτερά της και να εισάγει όλα εκείνα στα οποία είναι λιγότερο καλή».
Η κρίση στην Ευρωζώνη συνήθως αποκαλείται κρίση χρέους. Αλλά κατά βάθος η Ευρώπη ως σύνολο δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα εξωτερικού χρέους, αλλά εσωτερικού:
Τα πλεονάσματα της Γερμανίας και τα αυξανόμενα χρέη της Ευρωπαϊκής περιφέρειας είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Η Γερμανία κέρδισε (πολλά) από το ενιαίο νόμισμα παρά από τις επενδύσεις στο εσωτερικό της χώρας για να δανείζει τους Ευρωπαίους εμπορικούς εταίρους της ώστε να αγοράζουν γερμανικά προϊόντα.
Ως το 2007, το γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα είχε φτάσει τα 195 δισεκατομμύρια ευρώ, από τα οποία τα δύο τρίτα προέρχονταν από το εσωτερικό της Ευρωζώνης.
Το Βερολίνο μπορεί να το αποκαλεί «λιτότητα», αλλά δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι τα γερμανικά υπερβολικά αποθέματα, τα οποία οι τράπεζές της δυσκολεύονται να προωθήσουν σε χρήση, έχουν καλά επενδυθεί.
Έτσι δίνουν στους Γερμανούς την ψευδαίσθηση της ευημερίας ανταλλάσσοντας την εργατική απόδοση με ανταπόδοση χάρτινων «IOU» τα οποία ουδέποτε θα είναι σε θέση να ξεπληρώσουν.
Κάτι θα πρέπει ν΄ αλλάξει , αλλά τι; Σε κανονικές συνθήκες κάθε χώρα θα πρέπει να προωθεί την δική της νομισματική πολιτική βασιζόμενη στο διακανονισμό της συναλλαγματικές της αξίες.
Αλλά η Ευρωζώνη έχει πέσει στην παγίδα. Οι χώρες της πρέπει να ακολουθήσουν σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις, αλλά κάτω από ενιαίο νόμισμα.
Αλλά η Ευρωζώνη έχει πέσει στην παγίδα. Οι χώρες της πρέπει να ακολουθήσουν σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις, αλλά κάτω από ενιαίο νόμισμα.
Ο ευρωπαϊκός νομισματικός κατευνασμός -με εξασθενημένο ευρώ- αναπροσανατολίζει την ευρωπαϊκή εσωτερική ανισορροπία με εξωστρέφεια.
Το γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα με τις ΗΠΑ σημειώνει έκρηξη πάνω 49% από το 2007 στο 2013) ενώ μειώνεται ως προς την Ιαπωνία και την Κίνα, καθώς σημειώνει άνοδο σε πλεόνασμα σε σχέση με τη Βραζιλία και την Νότιο Κορέα.
Τον περασμένο χρόνο, οι Γερμανοί πολιτικοί έδειξαν περισσότερο πρόθυμοι να προσπαθήσουν να αυξήσουν τη ζήτηση, ανεβάζοντας τον κατώτατο μισθό, περικόπτοντας το ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης και αυξάνοντας τις συντάξεις, με την απειλή να θίξουν την παραγωγικότητα, την οποία θεωρούν γερμανικό προνόμιο πηγή ικανότητας για κατανάλωση.
Τον περασμένο χρόνο, οι Γερμανοί πολιτικοί έδειξαν περισσότερο πρόθυμοι να προσπαθήσουν να αυξήσουν τη ζήτηση, ανεβάζοντας τον κατώτατο μισθό, περικόπτοντας το ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης και αυξάνοντας τις συντάξεις, με την απειλή να θίξουν την παραγωγικότητα, την οποία θεωρούν γερμανικό προνόμιο πηγή ικανότητας για κατανάλωση.
Ταυτόχρονα ήταν οι ίδιοι πολιτικοί που αρνήθηκαν να περικόψουν φόρους ή να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες, κάτι που το 2014 είχε ως αποτέλεσμα να υποβληθεί στην Γερμανία ο πρώτος ισοσκελισμένος προϋπολογισμός από το 1969, μία χρονιά νωρίτερα, από όσο προβλεπόταν.
Για τους περισσότερους Γερμανούς οποιαδήποτε πρόταση να χαλαρώσουν την οικονομική πειθαρχία, προσκρούει στο ελληνικό παράδειγμα. Τα μεγάλα τραπεζικά αποθέματα ψάχνουν να βρουν πρόθυμους δανειολήπτες.
Με γερασμένο πληθυσμό, ίσως εξηγείται ο λόγος που οι Γερμανοί αποταμιεύουν. «Η «ανάπτυξη» που δημιουργεί η Γερμανία χρηματοδοτώντας μη βιώσιμη εμπορική ανισότητα -εντός και εκτός Ευρωζώνης- είναι μια ψευδαίσθηση. Είναι μια δανεική ανάπτυξη για μικρό διάστημα. Για τη Γερμανία και τον κόσμο, είναι κακό εμπόριο.
ΠΗΓΗ Foreign PolicΥ