Το ημερολόγιο έδειχνε 2008 και εγώ είχα ραντεβού με την (τότε) κοπέλα μου στα McDonalds στο Σύνταγμα.
Το ραντεβού ήταν για τις 20:30, αλλά εγώ είμαι από τα κορόιδα που πάντα φτάνουν πάντα λίγο πριν την ώρα τους, από φόβο μη στήσουν τον άλλον.
Δεν αλλάζουν αυτά, είναι κληρονομικά. Για να καταλάβετε, με τον πατέρα μου λέμε ότι θα βρεθούμε κάπου την τάδε ώρα και φτάνουμε και οι δύο πέντε λεπτά νωρίτερα. (Με τον πατέρα μου συνεννοούμαι. Με τις γυναίκες όχι και τόσο).
Το ραντεβού λοιπόν ήταν για τις 20:30, εγώ έφτασα 20:25 και παρακάτω θα δείτε το χρονικό του άσχημου αυτού περιστατικού. Ενός περιστατικού που όταν είχε συμβεί με είχε τσαντίσει απίστευτα, αλλά από τότε έχω να λέω μια ωραία ιστορία στα μπαρ, στη δουλειά, στις Κυριακάτικες βόλτες και γενικώς όπου υπάρχει πρόθυμος άνθρωπος να με ακούσει. Ιδού λοιπόν:
20.25: Έχω φτάσει νωρίτερα, κλασικά. Κοιτάω το κινητό μου, σβήνω παλιά μηνύματα, καμαρώνω το μωράκι μου που το έχω βάλει ταπετσαρία, για να το βλέπω και να το χαίρομαι.
20.30. «Πότε ήρθε στην ώρα της για να έρθει και τώρα» διερωτώμαι και κατευθύνομαι προς το κοντινό περίπτερο, για να χαζέψω το περιοδικά. Στο εξώφυλλο της Vogue, η Kate Moss με κοιτάζει στα μάτια. «Ας σε είχα εσένα μανούλα μου και ας με έστηνες και μισή ώρα» λέω σαν γνήσιο λαϊκό παιδί που είμαι. Πού να ήξερα τι θα ακολουθούσε…
20.35: Αφήνω τα περιοδικά γιατί αισθάνομαι πως ο περιπτεράς με κοιτάει καχύποπτα έτσι όπως τα ανοίγω να τα ξεφυλλίσω και κατευθύνομαι προς το Public. Μια κοπέλα συναντάει τον φίλο της και του καρφώνει ένα φιλί ρουφηχτό. Εγώ αργώ ακόμα…
20.40: Μου σκάει μήνυμα στο κινητό. Είναι από αυτήν. «Έρχομαι» γράφει. Ότι δηλαδή εγώ νόμιζα πως φεύγει; Τι να το κάνω το «έρχομαι»; Σε τι μπορεί να με βοηθήσει; Ε άντε, έλα λοιπόν!
20.45: Σκέφτομαι τι πρέπει να κάνει ένας άντρας όταν η γυναίκα τον στήνει επανειλημμένα, πέρα από υπομονή (με έχει στήσει άγρια άλλη μία φορά στο πρόσφατο παρελθόν). Να τη στήσει κι αυτός; Ο Χριστός είπε άμα σε χαστουκίσουν από το ένα μάγουλο, να γυρίσεις να τη φας και από το άλλο. Δε με βοηθάει ο Χριστός αυτές τις δύσκολες ώρες, αισθάνομαι.
20.50: Θέλω να τη χωρίσω. Άμα είναι να τα “χουμε μόνο δύο μήνες και να μου κάνει τέτοια, πώς θα είναι σε ένα εξάμηνο από τώρα; Θα μου δίνει ραντεβού και θα έρχεται αντί γι” αυτήν η αδερφή της;
20.55: «Μήπως την έχω πάρει λάθος τη ζωή μου;», σκέφτομαι. Γιατί δεν με στήνουν μόνο οι γυναίκες, αλλά και οι φίλοι μου. Μόνο ο μπαμπάς μου δεν με στήνει. Και εκεί έρχεται και δεύτερο μήνυμα: «Σε ’10 βγαίνω απ” το μετρό, έλα στην έξοδο στην πλατεία».
21.00: Έχω φύγει. Κατηφορίζω την Ερμού. Δεν ξέρω που πάω… Κάπου μακριά.
21.05: Είμαι στο ύψος της Καπνικαρέα και χτυπάει το κινητό μου. Είναι αυτή, προφανώς. Δεν το σηκώνω. Τι να της πω, «έφυγα»; Θα έρθει να με βρει. Δε θέλω να τη δω.
21.15: Περπατάω τόσο γρήγορα από τα νεύρα μου, που έχω φτάσει σχεδόν στο Θησείο. Το κινητό μου δεν έχει σταματήσει να χτυπάει. Έχω εννιά αναπάντητες. Το έχω βάλει στο αθόρυβο για να μη νομίζουν πως είμαι κανένας τρελός – και συνεχίζω να περπατάω.
21.20: Παίρνω ταξί από το Θησείο και πάω σπίτι μου. Έχω και μία αξιοπρέπεια. Θέλω να έχω, δηλαδή. Στο μεταξύ το κινητό έχει σταματήσει να χτυπάει. Μάλλον νομίζει ότι πέθανα, ξέρω “γω.
21:40: Πληρώνω, κατεβαίνω, πάω προς την είσοδο της πολυκατοικίας και τη βλέπω μπροστά μουνα καπνίζει ανήσυχη. «Είσαι καλά παιδί μου;» ουρλιάζει. «Σ” έχω πάρει 15 φορές! Έχω αρχίσει να παίρνω τα νοσοκομεία! Πού είσαι; Δεν είχαμε ραντεβού;». «Ναι, στις 20.30″ λέω. Της εξηγώ πως έχει καταντήσει αηδία αυτή η ιστορία, μπαίνω στο ασανσέρ και την καληνυχτίζω.
Χωρίσαμε ένα μήνα μετά. Σταμάτησε να με στήνει, αλλά μου έβγαλε άλλα προβλήματα, τα οποία θα σας τα πω άλλη φορά.
(Υ.Γ.: Για την ιστορία, το περιστατικό είναι αληθινό)