Το «νεκρό σώμα» της Άννας Βίσση συγκλονίζει | Alla-Dalon Epirus Magazine
Ιωάννινα

Το «νεκρό σώμα» της Άννας Βίσση συγκλονίζει

Το «νεκρό σώμα» της Άννας Βίσση συγκλονίζειΟ ΤΑΖ ξαναβλέπει τις «Καμπάνες του Edelweiss» και κλαίει λυτρωμένος. Τελευταία εβδομάδα για να το νοιώσεις κι εσύ.
Στην είσοδο θα έπρεπε να υπάρxει πινακίδα προειδοποίησης: «Παρακαλείστε όπως μην εισέρχεστε στην αίθουσα φορώντας μάσκαρα και κονσίλερ γιατί τσάμπα τα βάλατε, στο τέλος θα έχετε μουντζουλιαστεί από το κλάμα». 
Ήταν η δεύτερη φορά που είδα τις «Kαμπάνες του Edelweiss» και είναι η δεύτερη φορά που γράφω για αυτές.  
Κάποτε κάποιος είχε πει ότι καμία ταινία, βιβλίο, θεατρικό δεν έχει φτιαχτεί για να το δεις μια φορά. Πόσο περισότερο το να γράψεις κριτική γι αυτό. Και είχε απόλυτο δίκιο...

Την πρώτη φορά, παρά τα όποια προβλήματα (και είναι αρκετά) έχει η παράσταση και τα σημείωσα, έγραψα ότι με συγκίνησε και ότι πρόκειται για μια ιδιαίτερα τολμηρή θεατρική πρόταση. Τολμηρή όχι σε σχέση με την υπόθεσή της, που κι αυτή είναι τολμηρή με την έννοια του πόσο φλερτάρει με τα άκρα. Αλλά τολμηρή καλλιτεχνικά. 
Σε σχέση με το πως ενώ διαθέτει μια μεγάλη σταρ στο επίκεντρο, δε διστάζει να πειραματιστεί με τα όρια της και να  «εκθέσει» την Άννα, υπέροχα ανελέητα, χωρίς να είναι επαγγελματίας ηθοποιός.
Τολμηρή για το πως φλερτάρει με την υπερβολή και το σκοτάδι σαν υπόθεση, καταλήγοντας στο να σου εκμαιεύσει ατόφιο ανθρώπινο συναίσθημα. Τολμηρή συνθετικά όσον αφορά το τι γνωρίζει ο Έλληνας για τη ροκ όπερα και το μουσικό θέατρο (τίποτα), με το Νίκο Καρβέλα να γράφει μια παρτιτούρα που αντανακλά το ψυχικό χάος των ηρώων του και στην πρώτη ακρόαση σου φαίνεται εξ' ίσου χαοτική. 
Αλλά στη δεύτερη, αφού έχεις ήδη αποκτήσει μια πρώτη επαφή μαζί της και με την παράσταση, αποκτά μια απίστευτη, σπαρακτική καθαρότητα. Και μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο οπερατικό μελοδραματικό κρεσέντο και τη διακριτική εσωτερικότητα. 
Κάτι στο οποίο θα ξαναγράψω, πέρα από τον Καρβέλα που συνθέτει, ο Αλέξιος Πρίφτης, ενορχηστρωτής και υπεύθυνος ορχήστρας έχει κάνει ένα μικρό θαύμα. Δίνοντας στη βία λυρισμό, στο χάος αρμονία, στη σιωπή ψίθυρους, στη ροκιά απόηχους αυτοκαταστροφικού glam rock και στη μπαλάντα το ουρλιαχτό ενός πληγωμένου λύκου.
Σαν αυτό που διαθέτει ο Αιμιλιανός Σταματάκης σε μια εμφάνιση roller coaster, εκτός ελέγχου τρενάκι του τρόμου και του πάθους σε διεστραμμένο λούνα πάρκ. Με την Άννα δίπλα του να αποδεικνύει (λες και το είχε ανάγκη) τη στόφα της πραγματικής σταρ. 
Όχι απλά δεν τον καπελώνει, αλλά αποσύρεται διακριτικά όταν πρέπει. Και είναι αυτές ακριβώς οι στιγμές της απόσυρσης της, που καθιστούν ακόμα πιο έντονη την παρουσία της και σε αναγκάζουν να υποκλιθείς. Στο πάθος με το οποίο υπερασπίζεται αυτό που κάνει. 
Στην απίστευτη  θεατρικά, ενώ δεν είναι ηθοποιός, δόμηση της σκηνικής της παρουσίας όχι μόνο πάνω στον άξονα του σώματός της αλλά και της ίδιας της μουσικής. Σαν να υπνωτίζεται από αυτήν, ακόμα κι από το πιο απλό μοτίβο όπως οι νότες πιάνου που ακούγονται στη φυλακή και το κορμί της να ακολουθεί.
Με μια σπαρακτικά ελεγχόμενη αλλά άμεσα δραματική επικοινωνία στην εκφραστικότητα του προσώπου της από την απάθεια, μέχρι τις πιο μανιακές σκηνές της (που δεν θα τις πιστεύεις).
Κάνοντας σε να πιστέψεις ότι ακόμα και μέσα στο πιο βαθύ σκοτάδι, το τραύμα σου, η χαρακιά στη φλέβα σου από την οποία αιμορραγείς, μπορεί να ακτινοβολεί. Και να σε λυτρώνει σαν θεατή και σαν άνθρωπο. 
Θες η δική μου ψυχολογική κατάσταση αυτή τη φορά, θες το ότι δεν είχα πλέον να ακολουθήσω την υπόθεση του έργου αφού το έχω ξαναδεί, αλλά να παρασυρθώ από τους σπασμένους κρυστάλλους που οδήγησαν στη δημιουργία του, ναι φίλε, έκλαιγα σαν παιδί. 
Κι όλα μου φαινόντουσαν πιο καθαρά. Και τα τραγούδια απέκτησαν υπόσταση ενώ την πρώτη φορά μου φάνηκαν χαμένα μέσα στην παρτιτούρα. Και συγκεκριμένοι στίχοι του Καρβέλα, ξεπερνούσαν τη συμβατικότητα της τραγουδιστικής αφήγησης και γινόντουσαν ποίηση.
Ξέρω τι σκέφτεσαι. Ο Καρβέλας ποίηση; Τι μας λες τώρα ρε; Πληρωμένος είσαι; Άκου να δεις φίλε: Η ποίηση δε γράφεται σε ένα σαλόνι. Δεν ωριμάζει μέσα σου σε έναν καναπέ. Θέλει και ξεφτίλα, και μπουζούκι και αυτοσαρκαστικό παιχνίδι τύπου «τώρα κι οι γύφτοι κάνουν λίφτινγκ και χορεύουν τσα τσα». 
Τραγούδι του Νίκου αυτό και γι αυτό το αναφέρω. Θέλουν καρέκλα βρώμικη και φθαρμένη σε μπουρδέλο πάνω στην οποία θα κάτσεις πάνω της με σεβασμό κάνοντας ή περιμένοντας την πουτάνα. Θέλει πάνω από όλα να ξεπεράσεις την ευκολία της απαξίωσης του φτηνού. Γιατί ποτέ ακριβό δε γεννήθηκε χωρίς την τριβή του σαν παιχνίδι σαν φλερτ με το φτηνό.
Τόσο η Άννα όσο και ο Νίκος έχουν κάτσει σε αυτήν την καρέκλα και το έχουν διασκεδάσει και το έχουν πληρώσει και πληρωθεί. Το ευτύχημα είναι πως ποτέ δεν είχαν το παραμικρό κόμπλεξ απέναντι σε αυτό. 
Το αντιμετώπισαν αφ' ενός σαν σουξεδάκι επιτυχίας, αφ' ετέρου σαν μάθημα. Είναι ολοφάνερο στις σκηνές που η ηρωίδα που υποδύεται η Βίσση μιλάει για το νεκρό της συναισθηματικά σώμα.
Για την ακρίβεια δεν μιλάει απλά για αυτό, στο μεταδίδει σαν αίσθηση με ένα τρομακτικό τρόπο για το πως μπορείς να νεκρώσεις τα κύτταρα σου. Αυτό που δεν έχει πλέον ικανότητα να αισθανθεί κι όταν επιτέλους το αισθάνεται μέσα από τον έρωτα, έρχεται η τιμωρία της αρχαίας τραγωδίας και μετά η κάθαρση. 
Οι σκηνές της στο κελί της φυλακής, με την ίδια τσαλακωμένη, σε όλα τα επίπεδα, να αφηγείται το πως οδηγήθηκε εκεί, είναι συγκλονιστικές.
Η μεταμόρφωση της σε τρία λεπτά μετά, σε μια σικ αστή της δεκαετίας του 60  το ίδιο. Κι ακόμα περισσότερο. Γιατί ενώ η παρουσία της λάμπει, το βλέμμα της διατηρεί την απάθεια του κατεστραμμένου ψυχισμού της ηρωίδας που υποδύεται. 
Μιας γυναίκας που ανήλικη την μάζεψε από ένα ορφανοτροφείο ένας ναζί ιδιοκτήτης πανδοχείου και την παντρεύτηκε κακοποιώντας την. 
Μέχρι τη μέρα που Ρώσσοι στρατιώτες στο τέλος του πολέμου, εισβάλλουν στο πανδοχείο και τη βιάζουν. Από το βιασμό θα γεννηθεί ένα παιδί με το οποίο η Άννα δεν θέλει καμία σχέση και το παρατάει. Γίνεται πόρνη προκειμένου να βρει τον τρόπο να ξεφύγει και να βρεθεί στην Αμερική. 
Εκεί παντρεύεται έναν μουσικό παραγωγό ο οποίος έχει ανακαλύψει το νέο μεγάλο ροκ ταλέντο που μπορεί να του φέρει λεφτά. Τον Τζούλιαν που είναι εξαρτημένος από την ηρωίνη.
Η Άννα και ο Τζούλιαν θα ερωτευτούν τρελά και ανίερα ταυτόχρονα εφ' όσον τους συνδέει κάτι που κανείς τους δεν το έχει φανταστεί. Και θα το αποκαλύψει η Τάνια Τρύπη που παρά τη μικρή χρονικά σκηνική της παρουσία, γκρεμίζει τοίχους με τις οπερατικές ικανότητες της φωνής της. 
Το δράμα όμως δε σταματάει εκεί γιατί υπάρχουν πολλά ακόμα κρυμμένα μυστικά να βγουν στο φως. Διάβασα κάτι εξυπνάκηδες να γράφουν για φωσκολειάδα. Με αυτή τη λογική η αρχαία τραγωδία όλη είναι Φώσκολος και το γράφω αυτό χωρίς να μειώνω τον Φώσκολο. 
Γιατί μέσα στα χρόνια ανακάλυψα ότι κι αυτός μέσα στην πολύ συχνά κωμική μελοδραματική υπερβολή του, φλεγόταν από πάθος. Ασχέτως αν το μετέφραζε λάθος.
«Οι Καμπάνες του Edelweiss» είναι από την αρχή μέχρι το τέλος τους, πνιγμένες στο πάθος. Και στην κόλαση του και στο αδιέξοδό του και στη λύτρωση του.  Γι αυτό και δε διαθέτουν εύκολα χιτάκια, τραγούδια που με την πρώτη που τα ακούς σε εντυπωσιάζουν. 
Αλλά με τη δεύτερη η δραματική διακριτικότητα της μελωδίας τους μεταμορφώνεται σε κάτι οικείο και απόλυτα προσωπικό που πιάνεις τον εαυτό σου να τα σιγοτραγουδάει δακρύζοντας, σαν να τα ξέρεις από καιρό, γιατί σε έχουν βάλει μέσα στο ηφαιστιακό κέντρο του συναισθήματος τους. Όπως η Άννα και ο Αιμιλιανός. 
Η πρώτη στην καλύτερη ίσως στιγμή της καριέρας της, να κατακτά μια άκομψα αχανή σκηνή θεάτρου με ισορροπία και απίστευτη αφοσίωση σε αυτό που υπηρετεί. 
Γνωρίζοντας ότι είναι σταρ, αισθάνεται ότι είναι σταρ αλλά αποφασισμένη αυτή τη φορά, το σταριλίκι να μη σου το δώσει σαν γεύμα για μυκροκύματα. Αλλά να το αφήσει να γίνει γκουρμέ μαγειρεμένο σε χαμηλή φωτιά που στο φινάλε θα εκραγεί. 
Και τον Αιμιλιανό δίπλα της, να μετατρέπει  την έκρηξη, την ένταση, το ουρλιαχτό των παθών του και των πόθων του, σε μια περσόνα που θεωρώ ότι είναι από τους εντελώς ελάχιστους ροκ σταρ που έχω δει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.
Λογικό εφ' όσον δίπλα του έχει μια γυναίκα σαν την Άννα. Γιατί το ροκ δεν είναι η μαγκιά της κιθάρας σου. Είναι το πως έχεις αρχίδια να γαμήσεις τις χορδές της ψυχής σου. Και της δικής μου σαν θεατή. Κι αυτή τη φορά, η Άννα το έκανε.



Σου άρεσε;

Σχολίασε

:ambivalent:
:angry:
:confused:
:content:
:cool:
:crazy:
:cry:
:embarrassed:
:footinmouth:
:frown:
:gasp:
:grin:
:heart:
:hearteyes:
:innocent:
:kiss:
:laughing:
:minifrown:
:minismile:
:moneymouth:
:naughty:
:nerd:
:notamused:
:sarcastic:
:sealed:
:sick:
:slant:
:smile:
:thumbsdown:
:thumbsup:
:wink:
:yuck:
:yum: